κρούονται

κρούονται
κρούω
strike
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπινέτο — (Μουσ.). Μουσικό όργανο με πλήκτρα, στο οποίο κρούονται οι χορδές με ακροφτέρουγα που κινούνται με μοχλούς. Η καταγωγή του οργάνου αυτού είναι αβέβαιη: κατά τη γνώμη μερικών κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Βενετία στις αρχές του 16ου αι. από… …   Dictionary of Greek

  • άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες …   Dictionary of Greek

  • αείκρουστος — η, ο και ος, ο για μουσικά όργανα που οι χορδές τους κρούονται συνεχώς, όργανα που παίζονται συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεί + κρουστός < κρούω] …   Dictionary of Greek

  • βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • κερκολύρα — κερκολύρα, ἡ (Α) η λύρα που ηχεί, που κρούονται οι χορδές της και βγάζει ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέκω «αντηχώ» με μετάθεση του υγρού ρ + λύρα] …   Dictionary of Greek

  • κύμβαλο — Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κατασκευασμένο από μέταλλο (συνήθως κράματα ορειχάλκου) και έχει κυκλικό, επίπεδο και πολλές φορές κοίλο σχήμα. Ο ήχος προκύπτει από την κρούση του είτε με κάποιο άλλο κ. είτε με κάποιο όργανο κρούσης (μπαγκέτα,… …   Dictionary of Greek

  • συγκρούω — ΝΜΑ [κρούω] 1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, κάνω δύο πράγματα να κρούονται μεταξύ τους 2. (το μέσ.) συγκρούομαι α) προσκρούω σε κάτι ή σε κάποιον που έρχεται από διαφορετική κατεύθυνση («το λεωφορείο συγκρούστηκε με αμαξοστοιχία») β) έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων (Θεσσαλονίκης) — Το Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων ιδρύθηκε το 1997 για να φιλοξενήσει 200 και πλέον όργανα και αντίγραφα οργάνων στο ιδιόκτητο αναπαλαιωμένο κτίριο της τράπεζας Πειραιώς που βρίσκεται στην οδό Κατούνη 12 14 (περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • ψαλτήριο — Έγχορδο μουσικό όργανο νυκτό, που όπως φαίνεται προέρχεται από την ασσυριακή Σαμβύκη (σαβίκα ή σαμβούκα) και απαντάται στους αρχαίους Έλληνες και στους Εβραίους (ως νέμπελ). Στην Ευρώπη εισάγεται από την Ανατολή –ιδιαίτερα από τον 12o αι. και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”